Ο παγωμένος ώμος είναι μια επώδυνη πάθηση του ώμου, στην οποία προοδευτικά αναπτύσσεται δυσκαμψία και απώλεια του εύρους κίνησης του ώμου σε περισσότερες από μια κατευθύνσεις. Ο ιατρικός όρος για τον παγωμένο ώμο είναι η συμφυτική θυλακίτιδα, και περιγράφει την φλεγμονώδη πάθηση που προσβάλλει ολόκληρο το πέταλο των στροφέων και τον υποκείμενο θύλακα της άρθρωσης, οδηγώντας σε ρίκνωση των ιστών και προσκόλληση του θυλάκου σε παρακείμενους ιστούς, όπως είναι η κεφαλή του βραχιονίου.
Επιδημιολογικά φαίνεται να εμφανίζεται πιο συχνά στις γυναίκες ηλικίας 40-60 ετών, ενώ η αιτιολογία της πάθησης παραμένει ακόμα άγνωστη. Ως προδιαθεσικοί παράγοντες έχουν ενοχοποιηθεί ο σακχαρώδης διαβήτης, αλλά και άλλες παθήσεις όπως θυρεοειδοπάθειες, οι καρδιοπάθειες, αλλά και η νόσος του Parkinson. Επίσης φαίνεται ότι μπορεί να εμφανιστεί και μετά από κάποια κάκωση και ακινητοποίηση της άρθρωσης του ώμου.
Η κλινική εικόνα εξαρτάται από τη φάση στην οποία βρίσκεται η πάθηση. Ο παγωμένος ώμος παρουσιάζεται σε τρεις φάσεις. Στην πρώτη φάση που διαρκεί περίπου 3 μήνες, αρχικά εμφανίζεται ένας προοδευτικά επιδεινούμενος πόνος, ενώ ταυτόχρονα παρατηρείται μείωση του εύρους κίνησης του ώμου. Στη δεύτερη φάση, η οποία εμφανίζεται μετά το πέρας των πρώτων 3 μηνών και διαρκεί μέχρι τον 9ο μήνα, υπάρχει έντονη δυσκαμψία με περιορισμό σε περισσότερες κινήσεις και με τον πόνο να εμφανίζεται μόνο στις τελικές μοίρες της κίνησης. Στην τελική φάση, που διαρκεί 9-18 μήνες, συνήθως δεν υπάρχει πόνος, ενώ η κινητικότητα της άρθρωσης σταδιακά επανέρχεται.
Η διάγνωση μπορεί να γίνει πολύ εύκολα μέσα από την κλινική εξέταση, όμως μπορεί να χρειαστεί και απεικονιστικός έλεγχος για τον αποκλεισμό άλλων παθολογιών.
Η θεραπεία του παγωμένου ώμου είναι κατά κύριο λόγο συντηρητική, με τον ασθενή να ακολουθεί ένα πρόγραμμα φυσικοθεραπευτικών συνεδριών που σκοπό έχουν την αναλγησία του και την σταδιακή αποκατάσταση της λειτουργικότητας και της κίνησης της άρθρωσης του ώμου.